- μονοκόκ(κ)αλος
- -η, -ο1. (για άνθρωπο ή ζώο) αυτός που αποτελείται κατά κάποιο τρόπο από ένα μόνο κόκαλο2. δύσκαμπτος, άκαμπτος3. σκληροτράχηλος, ισχυρογνώμων4. ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.